- εκμαυλίζω
- μετ. соблазнять, совращать, развращать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκμαυλίζω — εκμαύλισα, εκμαυλίστηκα, εκμαυλισμένος, παρασύρω στη διαφθορά, μαστροπεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμαυλίζω — εκμαυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ μαυλίζω (αόρ. ἐξ εμαύλισα) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
εκπορνεύω — (AM ἐκπορνεύω) προάγω σε πορνεία, εκμαυλίζω νεοελλ. εξευτελίζω, ατιμάζω μσν. (για γη) δεν αποδίδω αρχ. ασκώ την πορνεία ως επάγγελμα … Dictionary of Greek
εξαπατώ — (AM ἐξαπατῶ, άω) (επιτ. τ. τού απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.) 1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ (α. «τόν εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ,… … Dictionary of Greek
μαστροπεύω — (Α μαστροπεύω) [μαστροπός] εκτελώ το έργο τού μαστροπού, είμαι προαγωγός, κάνω τον ρουφιάνο, ωθώ κάποιον σε ασέλγεια, σπρώχνω κάποιον στην πορνεία, εκμαυλίζω αρχ. 1. μτφ. παρασύρω, γοητεύω («αἰσθήσεις μαστροπεύειν ἡδονῇ», Φιλ.) 2. φρ. «μαστροπεύω … Dictionary of Greek
ξελογιάζω — 1. ξεμυαλίζω, μωραίνω, παίρνω τα λογικά κάποιου 2. παραπλανώ, εξαπατώ («τόν ξελόγιασε με ψεύτικες υποσχέσεις») 3. (ενεργ. και μέσ.) εκμαυλίζω, αποπλανώ (α. «ξελόγιασε τη μικρή» β. «ξελογιάστηκε με μια παντρεμένη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek
μαυλίζω — και μαυλάω 1. καλώ οικόσιτα ζώα ή προσελκύω θηράματα μιμούμενος τη φωνή τους. 2. προτρέπω γυναίκες στην πορνεία (συνήθ. εκμαυλίζω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμαυλίζω — ξεμαύλισα, ξεμαυλίστηκα, ξεμαυλισμένος, παραπλανώ, παρασύρω, μαστροπεύω, εκμαυλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)